- φορέματα
- φόρεμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
χρυσοφορώ — και χρυσοφοράω χρυσοφόρεσα, χρυσοφορεμένος 1. είμαι ντυμένος με χρυσά φορέματα. 2. ντύνω κάποιον με χρυσά φορέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
έμβαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα… … Dictionary of Greek
αγούνωτος — η, ο [γουνώνω] (για παλτά, φορέματα κ.λπ.) αυτός που δεν έχει επενδυθεί ή διακοσμηθεί με γούνα … Dictionary of Greek
ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… … Dictionary of Greek
ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές … Dictionary of Greek
ασούφρωτος — η, ο 1. (για φορέματα) χωρίς σούφρες, πτυχές 2. εκείνος που δεν τον έχουν σουφρώσει, δεν τον έχουν κλέψει με πονηριά … Dictionary of Greek